ἱππελάτης

ἱππελάτης
ἱππ-ελάτης [ᾰ], ου, ,
A driver or rider of horses, Opp.C.1.95.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιππελάτης — ἱππελάτης, ό, θηλ. ίππελάτειρα (Α) αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ον ελάτης, ταυρ ελάτης] …   Dictionary of Greek

  • ἱππελάτης — driver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππελάται — ἱππελάτης driver masc nom/voc pl ἱππελάτᾱͅ , ἱππελάτης driver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππελάτῃσι — ἱππελάτης driver masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”